πόμολο

πόμολο
το, Ν
χερούλι πόρτας ή παραθύρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. pomolo].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πόμολο — το (λ. ιταλ.), χερούλι της πόρτας ή του παραθύρου, αλλ. επίμηλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δακτύλιος — Το δακτυλίδι (βλ. λ.)· οτιδήποτε έχει το σχήμα δακτυλιδιού. Υπό μία πιο μεταφορική σημασία, δ. ονομάζεται και μία περιμετρική ζώνη, όπως για παράδειγμα ο αποκαλούμενος δ. της Αθήνας, δηλαδή η ζώνη επιτρεπόμενης κυκλοφορίας των οχημάτων στο κέντρο …   Dictionary of Greek

  • γυριστός — ή, ό καμπυλωτός, κυκλοειδής: Κρατούσε το γυριστό πόμολο της πόρτας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τοπούζι — το (λ. τουρκ.) 1. ρόπαλο που καταλήγει σε σφαιρωτό άκρο: Πολεμούσαν με τοπούζια. 2. πόμολο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”